ξερόβρυση

ξερόβρυση
η высохший, пересохший источник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξερόβρυση" в других словарях:

  • ξερόβρυση — η βρύση που στέρεψε, από την οποία δεν τρέχει νερό: Τα ζώα διψασμένα έτρεξαν στην ξερόβρυση, αλλά δε βρήκαν νερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξερόβρυση — η βρύση ή πηγή που στέρεψε …   Dictionary of Greek

  • βρύση — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 64 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεταξάδων. Έως το 1954 ονομαζόταν Μικρή Τράβα. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 350 κάτ.) στην …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»